- φεύγας
- ο1) беглец; 2) трус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φεύγας — ο, Ν 1. αυτός που φεύγει, φυγάς 2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης 3. παροιμ. φρ. «τού φεύγα η μάννα ποτέ δεν κλαίει» δηλώνει ότι ο δειλός ποτέ δεν διατρέχει κινδύνους, επειδή πάντα τούς αποφεύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. ας (πρβλ. παπα τρέχ ας,… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek